- αχρωμία
- η1) бесстыдство, наглость; 2) см. άχροια
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αχρωμία — η η έλλειψη χρωστικής στο δέρμα, εκ γενετής ή επίκτητη … Dictionary of Greek
αχρωμία — η έλλειψη χρώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
PALLIDI — et mali coloris homines, impudentes fere et inverecundi habebantur dicebanturque, nisi pallor ille ex studiorum contentione contractus videretur. Martial. l. 7. Epigr. 3. Esset, Maxime, cum mali coloris, Versus scribere coepit Oppianus.… … Hofmann J. Lexicon universale
λευκόδερμα — το ιατρ. γενική ή τοπική έλλειψη χρωστικής τού δέρματος, αλλ. λευκοδερμία, λευκοπάθεια, αχρωμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. leukoderma < νεολατ. leucoderma < leuk(o) (<λευκ[ο] *) + derma (< δέρμα)] … Dictionary of Greek